λαυριακός

λαυριακός
-ή, -ό
1. λαυρεωτικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) (ιστ.) τα Λαυριακά
γεγονότα συνδεόμενα με την εκμετάλλευση τών μεταλλείων τού Λαυρίου που συνέβησαν κατά την περίοδο 1869-1875, συγκλόνισαν την ελληνική πολιτική ζωή και την κοινή γνώμη και προκάλεσαν κρίση στην εθνική οικονομία και στις διεθνείς σχέσεις τής χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Λαύριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στον Άγγ. Βλάχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λαυρεωτικός — και λαυρ(ε)ιωτικός, ή, ό (Α Λαυρεωτικός και Λαυρειωτικός και Λαυριωτικός, ή, όν) [Λαυρεώτας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Λαύριο ή προέρχεται από το Λαύριο (α. «Λαυρεωτική πρόσοδος» β. «γλαῡκες ὑμᾱς οὔποτ ἐπιλείψουσι Λαυριωτικαί», Αριστοφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”